ημέρευση

ημέρευση
η (Α ἡμέρευσις) [ημερεύω (ΙΙ)]
νεοελλ.
η εξημέρωση, ο δαμασμός, η τιθάσευση
αρχ.
η διημέρευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημέρευση, η — και (η)μέρεμα, το ατος 1. τιθάσευση, εξημέρωση. 2. εξευγενισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημέρευμα — και μέρεμα, τὸ [ημερεύω (ΙΙ)] η ημέρευση …   Dictionary of Greek

  • (η)μέρωμα — το, ατος ημέρευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”